- ὑπερικταίνομαι
- ὑπερ - ικταίνομαι: doubtful word, only ipf., πόδες δ' ὑπερικταίνοντο, stumbled from haste, Od. 23.3†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
υπερικταίνομαι — Α (επικ. τ.) κινούμαι με υπερβολική ταχύτητα («γούνατα δ ἐρρώσαντο, πόδες δ ὑπερικταίνοντο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά σε χωρίο τής Οδύσσειας και ερμηνεύεται από τους μελετητές με διάφορους τρόπους. Κατά μία άποψη, το ρ. είναι σύνθ. από το… … Dictionary of Greek
ὑπερικταίνοντο — ὑπερῑκταίνοντο , ὑπερικταίνομαι imperf ind mp 3rd pl (epic) ὑπερικταίνομαι imperf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)